- πιετισμός
- Θρησκευτική κίνηση που αναφάνηκε το 17o αι. στους κόλπους του λουθηρανισμού, υπό την ηγεσία του Φίλιπ Γιάκομπ Σπένερ (1635-1705), ο οποίος εξέθεσε τις βάσεις της κίνησης στο έργο τουΕυσεβείς πόθοι (Pia desideria, 1675). Οι πιετιστές είχαν σκοπό να προκαλέσουν στον προτεσταντικό κόσμο μια πνευματική αφύπνιση, αντιτασσόμενοι στον φορμαλισμό και στον δογματισμό της λουθηρανικής θεολογίας: εξήραν ιδιαίτερα το υποκειμενικό, εσωτερικό στοιχείο της θρησκείας και της μυστικιστικής εμπειρίας, φτάνοντας σε υπερομολογιακές απόψεις και διακηρύσσοντας μια ενεργό πίστη, από την οποία προήλθε και το ενδιαφέρον τους για τα κοινωνικά, παιδαγωγικά και φιλανθρωπικά προβλήματα. Ο π. διαδόθηκε ταχύτατα στη βόρεια και κεντρική Ευρώπη. Από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του υπήρξαν ο θεολόγος Γκότφριντ Άρνολντ (1666-1714) και ο Άουγκουστ Χέρμαν Φράνκε (1663-1727), παιδαγωγός και οργανωτής πολυάριθμων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Η κίνηση άσκησε αξιόλογη επίδραση στη γερμανική τέχνη και φιλοσοφία και στα προρομαντικά και ρομαντικά ρεύματα.
Το όνομα π. χρησιμοποιήθηκε με χλευαστική έννοια γύρω στα 1670. Η ιστορία του π. διαιρείται συνήθως σε τρεις περιόδους: κατά την πρώτη, στον 16o αι., ο π. παρουσιάστηκε ως αντίδραση κατά του λουθηρανικού φορμαλισμού· κατά τη δεύτερη, δόθηκε ώθηση στον π. από το Φίλιπ Γιάκομπ Σπένερ, ο οποίος υπήρξε ο ιδρυτής του καθαυτό π., που ονομάστηκε επίσης Χριστιανισμός της παρανομίας· και την τρίτη, κατά την οποία δημιουργήθηκε αντίδραση κατά του πιετισμού.
* * *ο, Νεκκλ. ο ευσεβισμός, προτεσταντική θρησκευτική κίνηση που αναπτύχθηκε τον 17ο αιώνα στους κόλπους τού λουθηρανισμού και αποσκοπούσε στην ανανέωση τής πνευματικής ζωής τού προτεσταντισμού με την τόνωση τού συναισθήματος και τής αυστηρής ηθικής ζωής και είχε ως κύριο δόγμα ότι η τελειοποίηση τού ανθρώπου δεν επιτυγχάνεται μόνο με το βάπτισμα και τη θεία χάρη που παρέχεται με αυτό, όπως πίστευαν οι ακραίοι λουθηρανοί, αλλά κυρίως με έντονη ατομική προσπάθεια και με επενέργεια τού θείου λόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pietism < λατ. pietas «ευσέβεια» + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.